Sunday, November 25, 2007

Vampyres Part 2

Βαμπίρ στην Ελλάδα

Οι περισσότερες από τις περιγραφές επιθέσεων βαμπίρ προέρχονται από την Ελλάδα, την Κίνα και τα σλαβικά έθνη. Και αν τα σλαβικά έθνη κινούνται σε μια κοινή λίγο-πολύ μυθολογική δεξαμενή με τον ελλαδικό χώρο, η Κίνα τόσο πολιτισμικά όσο και χωρικά απέχει μακράν της βαλκανικής χερσονήσου και της βορειοδυτικής Ασίας.

Ο Μόνταγκιου Σάμμερς, ένας μωρόληπτος Ιησουΐτης μοναχός που θεωρήθηκε ως ο δεινότερος κυνηγός βρικολάκων, γράφει στο κλασσικό περί βαμπιρισμού σύγγραμμά του "Τhe vampire in Europe" (1929): "Πουθενά αλλού δεν έχει επικρατήσει στη συλλογική συνείδηση η απόλυτη πίστη στους βρικόλακες, όσο στην Ελλάδα." Η πίστη στο βρικολάκιασμα υπήρξε έντονη σ' όλα τα Βαλκάνια από το μεσαίωνα ως τις μέρες μας, με επίκεντρο μάλλον την Ρουμανία. Υπάρχουν βρικόλακες με αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά τους (σε σήψη) και άλλοι που περιγράφονται απλώς ως κομμάτι ωχροί. Στην ελληνική παράδοση είναι συνήθως κακοποιά στοιχεία, ρουφούν το αίμα των θυμάτων τους, πετροβολούν διαβάτες απόμερων εξοχικών δρόμων και γενικά επιδίδονται σε κακίες. Συχνά μιμούνται φωνές προσφιλών σου προσώπων, ειδικά όταν θέλουν να τους ανοίξεις για να μπουν στο σπίτι σου. Αυτό γιατί, σύμφωνα με τους θρύλους, ο βρικόλακας χτυπάει την πόρτα και πρέπει να του ανοίξεις εσύ, αλλιώς δε μπορεί να μπει (θέλει και πρόσκληση). Έχουν αναφερθεί πάντως και περιπτώσεις καλών βρικολάκων που βοήθησαν αναξιοπαθούντες με τις παραφυσικές τους δυνάμεις.

Σύμφωνα με την ελληνική φολκλορική παράδοση, βρικόλακας είναι αυτός ο οποίος επιστρέφει από τον κόσμο των νεκρών, με κακόβουλες συνήθως προθέσεις. Η λέξη βρικόλακας, προέρχεται από τις λέξεις "βούρκος>> και "λάκος", όπου υποδηλώνει την σήψη του σώματος. Δηλαδή, ο "βρικόλακας" έχει πιο πολλή σχέση με το γνωστό ζόμπι, παρά με το βαμπίρ. Σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, ονομάζεται και βουρκόλακας. Το βαμπίρ, προέρχεται από τη Ρώσικη λέξη "vampir", όπου "ir" είναι ρήμα και σημαίνει πίνω. Στις αρχές του 11ου αιώνα έχουμε την πρώτη γραπτή αναφορά στη λέξη <>, μια πρώιμη λέξη του vampir, για ένα Ρώσο πρίγκιπα. Upir Lichy: κακό βαμπίρ.

Υπάρχει μια πολλή πλούσια παράδοση για τα φαντάσματα-Βρικόλακες σε όλο τον κόσμο. Αυτή η παράδοση δεν αφορά τους ανθρώπους με Βαμπιρισμό, αλλά ένα άλλο είδος Βαμπίρ που δημιουργείται μετά τον φυσικό θάνατο του σώματος. Οι παραδόσεις βρίθουν και οι θρύλοι είναι πάμπολλοι για το πώς και το γιατί γίνονται Βρικόλακες μερικοί άνθρωποι μετά τον θάνατό τους. Είναι τόσες πολλές οι ελληνικές παραδόσεις και οι δοξασίες για το ποιοι άνθρωποι και για ποιούς λόγους βρικολακιάζουν όταν πεθάνουν, που αν ισχύουν όλες τους, τότε κανείς δεν είναι «υπεράνω πάσης υποψίας» .Οι αδικοσκοτωμένοι, οι ταλαιπωρημένοι, οι μαγεμένοι από κακές μάγισσες, αυτοί που αργούν να ξεψυχήσουν, όσοι δεν πρόλαβαν να εκπληρώσουν μια ιερή υπόσχεση που έδωσαν, αυτοί που για κάποιο λόγο μένουν άταφοι, τα αβάφτιστα μωρά που πέθαναν πριν προλάβουν να τα βαφτίσουν, κι αυτοί που πεθαίνουν μόνοι τους την νύχτα με πανσέληνο, όλοι αυτοί βρικολακιάζουν σύμφωνα με τις δοξασίες πολλών νησιών του Αιγαίου. Αλλά βρικολακιάζουν και όσοι έχουν την ατυχία να περάσει μια γάτα από πάνω τους μόλις ξεψυχήσουν, γι’ αυτό και οι άνθρωποι φυλούν πολύ καλά το δωμάτιο του νεκρού μέχρι να τον πάρουν για την ταφή του…Οι Βρικόλακες βγαίνουν από τους τάφους τους κάθε νύχτα, συνήθως τα μεσάνυχτα, προτιμούν όμως τις νύχτες χωρίς φεγγάρι για να μπορούν να γίνονται ένα με το σκοτάδι και να αρπάζουν τα θύματά τους. Για την μορφή και την εμφάνιση του Βρικόλακα, όλοι οι νησιώτες διαφωνούν και οι πεποιθήσεις ποικίλουν από νησί σε νησί.

Στην Άνδρο, βρικόλακες γίνονται εκείνοι που όταν πέθαιναν κάποιος τους βλαστήμησε ή τους καταράστηκε (γι αυτό και στην Ελλάδα ο ετοιμοθάνατος ζητά από όλους συγχώρεση).

Στην Σάμο εμφανίζονται από τα μεσάνυχτα μέχρι την αυγή, αλλά μπορεί να βγούν και στις 12:00 το μεσημέρι ακριβώς μόνο που δεν μπορούν να απομακρυνθούν από τον τάφο τους.

Στην Χίο πιστεύεται ότι οι βρικόλακες αποχωρούν μόνο όταν λαλήσει ο άσπρος κόκορας τρεις φορές. Είναι λευκοντυμένοι -με τα σάβανά τους- αλλά έχουν και ένα αρχηγό, που είναι τριπλάσιος σε μέγεθος και κατάμαυρος κι ολόγυρά του χοροπηδούν οι άλλοι.

Στην Αμοργό επίσης πιστεύουν ότι οι βρικόλακες εμφανίζονται και την ημέρα.

Στην Τήνο δεν βγαίνουν ποτέ την Παρασκευή και έχουν τη μορφή του νεκρού, αλλά με μακριά γένια, μακριά μαλλιά και μακριά γαμψά νύχια.

Στην Σέριφο φοβούνται να βγουν από τα μνήματά τους μόνο την Τρίτη. (εκτός αν πέφτει Τρίτη και 13, οπότε έχουν γλέντι)

Στην Κάλυμνο προτιμούν να βγαίνουν τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες γιατί τους αρέσει ο παγωμένος βοριάς που φυσά, καβαλούν πάνω του και ταξιδεύουν από σκεπή σε σκεπή.

Στην Σαντορίνη δεν βγαίνουν ποτέ το Σάββατο.

Στην Πρέβεζα δεν βγαίνουν ποτέ την Κυριακή.

Στην Μακεδονία βγαίνουν μόνο τις νύχτες με πανσέληνο.

Στην Μυτιλήνη πιστεύουν ότι βρικολακιάζουν όσοι έχουν κάνει μεγάλα εγκλήματα, αλλά και όσοι χτυπούν τους γονείς τους, οι τοκογλύφοι, οι μεθύστακες, αυτοί που αυτοκτονούν, όσοι έχουν αλλάξει την πίστη τους και όσοι δεν πηγαίνουν ποτέ στην εκκλησία. Έχουν πρόσωπο κατακόκκινο και πολύ άγριο, κι έχουν δόντια σαν του σκύλου ή σαν της γάτας. Πολλές φορές περπατούν με τα τέσσερα και ουρλιάζουν σαν λύκοι…

Στην Μάνη υπάρχουν δύο είδη βρικολάκων: οι "ριχτοί", αυτοί που δεν ησυχάζουν ποτέ και οι "Σαββατιανοί", αυτοί δηλαδή που βγαίνουν από το μνήμα τους μόνο το Σάββατο. Όποτε και αν βγαίνουν την νύχτα, γυρίζουν στο μνήμα τους την αυγή πριν βγει ο ήλιος και λαλήσει ο μαύρος κόκορας (γι' αυτό και στα νησιά δεν τους σφάζουν).

Στην Σκύρο και την Θράκη βρικολακιάζουν οι άταφοι και άψαλτοι.

Στην Σκόπελο δεν έχουν καθόλου σάρκες αλλά είναι σκελετοί που περπατούν.

Στην Αλόννησο έχουν σάρκες μαύρες και γυαλιστερές, που λάμπουν στο σκοτάδι.

Στο Πήλιο είναι λαμπεροί.

Στα Άγραφα είναι αόρατοι εκτός από τις νύχτες με φεγγάρι.

Στη Σαμοθράκη πιστεύουν ότι το σώμα τους είναι από φωτιά, αλλά μπορεί να είναι και σκιές ή να είναι τελείως αόρατοι.

Στις Σπέτσες, στην Ύδρα και στα Κύθηρα, είναι κακόσχημοι καμπούρηδες με κατάμαυρα χέρια και μεγάλα νύχια.


Ο θρύλος του Αιγαίου

Σε κάποιο χωριό του βόρειου Αιγαίου& 50 χρόνια πριν, την εποχή που κυριαρχούσε ο τρόμος, η προδοσία, η πείνα. Η αρχή της εξέγερσης ενάντια σε εκείνους που θέλησαν να κατακτήσουν ό,τι ποτέ δεν ήταν δικό τους. Η εποχή των Ανταρτών, των ηρώων, των κλεφτών, όπως τους αποκαλούσαν εκείνοι που απειλούνταν από τις επιθέσεις τους.
Σ' εκείνο το χωριό, υπήρχε ένας άνδρας, ας πούμε ότι εκείνον τον άνδρα τον έλεγαν Γιώργο. Ο Γιώργος είχε στο κέντρο του χωριού ένα καφενέ. Κανένας δεν τον εμπιστευόταν γιατί όταν έπεφτε η νύχτα φορούσε την μαύρη κουκούλα του ρουφιάνου και την επόμενη μέρα οικογένειες θρηνούσαν, ενώ οι φυλακές γέμιζαν από δήθεν κομουνιστές. Όμως όλοι πήγαιναν στο καφενείο του από φόβο, μήπως και ήθελε να τους εκδικηθεί, όπως και το έκανε, αν δεν πήγαιναν στο δικό του μαγαζί.
Το μόνο καλό του, ήταν ότι κάποιες στιγμές το σούρουπο έπαιρνε το κλαρίνο του κι έπαιζε δικούς του σκοπούς, τόσο όμορφα που όταν τον άκουγαν οι συγχωριανοί του ξεχνούσαν τις αδικίες που έκανε και το κρυφό τους μίσος.

Μια μέρα, οι χωροφύλακες έφεραν στο χωριό ένα φορτηγό που στην καρότσα του ήταν στοιβαγμένοι σαν ζώα Αντάρτες που τους είχαν πιάσει να πολεμούν στα βουνά. Κι ανάμεσά τους ένας καλόγερος, με γόνατο τσακισμένο από τα πολλά χτυπήματα, που ακόμα κι έτσι βάσταγε την παλικαρίσια όψη του για να μην δώσει χαρά σε αυτούς που τον έπιασαν. Τους 'φεραν στο χωριό για παραδειγματισμό. Για να μην τολμήσει κανείς άλλος να φύγει για τα βουνά και να πολεμήσει. Μαζεύτηκε το χωριό ολάκερο κι όλοι κοιτούσαν μουδιασμένοι τους Αντάρτες, τους ήρωες, τους κλέφτες& μα πιότερο κοιτούσαν τον καλόγερο με το χαλασμένο πόδι. Κι ο Γιώργος τον πλησίασε και τον κοίταξε με μίσος. Τον έφτυσε κι άρχισε, χωρίς λόγο, το πόδι το χαλασμένο με λύσσα να κλωτσάει.

Ο καλόγερος διπλώθηκε και οι σπαραγμοί του ακούγονταν σαν ζώου που σφαδάζει, εκείνος όμως συνέχισε κι όλοι έβλεπαν την ευχαρίστηση του Γιώργου σε κάθε κλωτσιά και χτύπημα. Άλλος λόγος δεν βγήκε από το στόμα του καλόγερου παρά μονάχα μια κατάρα:

- Καταραμένος να 'σαι! Στους δρόμους να περπατάς και μετά τον θάνατο.

Ο χωροφύλακας πυροβόλησε τον καλόγερο στο κεφάλι. Κι όλοι ανατρίχιασαν γιατί ήξεραν τις ιστορίες για τους βρικολακιασμένους που βρίσκονταν στο Ενετικό και κανένας ψαράς δεν πλησίαζε εκείνο το νησί, ακόμη και στη πιο φοβερή φουρτούνα, επειδή οι πεθαμένοι ακόμα εκεί περπατούν αλλά φοβούνται τα νερά και από 'κεί δεν μπορούν να φύγουν.
Ένα δύο χρόνια πέρασαν. Αλλά τίποτα στο χωριό δεν είχε αλλάξει. Είχε πια αποκτήσει αποθήκες με τρόφιμα και το μίσος των συγχωριανών του πλέον δεν μπορούσε να περιγραφτεί. Πωλούσε τα πάντα στη πενταπλάσια τιμή και κανείς δεν μπορούσε να πει τίποτα, γιατί όταν η φαμίλια σου πεινάει δεν χωράνε πολλές κουβέντες κι εκείνος δεν ήταν για πολλά παζάρια.

Ο ιερέας του χωριού, ας πούμε ότι τον έλεγαν παπα-Μιχάλη, ακόμα και σήμερα όσοι από τους παλιούς ζούνε ακόμη και τον θυμούνται, μιλούν για έναν άνθρωπο γεμάτο καλοσύνη. Για τον αφανή ήρωα που πάντα με διακριτικότητα έτρεχε να συμπαρασταθεί σε όσους ήξερε ότι είχαν ανάγκη. Κι όσα χρήματα έπαιρνε από τον μισθό του, παρόλο που κι ο ίδιος είχε οικογένεια, έπαιρνε τρόφιμα και τα άφηνε σε αυτούς που δεν είχαν τίποτα. Ήταν πρώτα πατέρας, φίλος, αδελφός κι μετά ιερέας.

Ένα μεσημέρι είχε πάρει λίγο στάρι να αλέσει από αυτό που θέριζε μόνος του από τα λιγοστά χωράφια του. Ο Γιώργος τον κατηγόρησε ότι το είχε κλέψει από τη δική του αποθήκη. Πάνω στη λογομαχία που είχαν ο Γιώργος έσπρωξε τον παπα-Μιχάλη κι εκείνος εκτός εαυτού τον καταράστηκε.

Την ίδια χρονιά ο Γιώργος χτύπησε σε σκουριασμένο καρφί το χέρι του και από το κτύπημα είχε σχεδόν χάσει τα λογικά του. Επιτιθόταν σε όσους αγαπούσε περισσότερο, στην γυναίκα και στο μικρό γιο του. Όλοι παρακαλούσαν τον θάνατο να έρθει να απαλλάξει κι εκείνον και την οικογένεια του. Μέσα στην ίδια χρονιά πέθανε.
Δεν είχαν περάσει τρία μερόνυχτα από την ταφή του κι άρχισαν οι πρώτοι διστακτικοί ψίθυροι. Πρώτα από τον αλαφροΐσκιωτο του χωριού. Όλοι το γύρισαν στο καλαμπούρι.

- Βρικόλακες; Τι λες, βρε χαϊβάνι, Παναγή; Δεν υπάρχουν πια τέτοια πλάσματα!
- Μα αφού τον είδα σας λέω! Στο σταυρό που σας κάνω! Καθότανε όπως πάντοτε, εκεί να πέρα, όξω από τον καφενέ του. Ίδιος κι απαράλλακτος με το φέσι του. Μα τα μάτια του& Παναγιά μου, τα μάτια του! Γουρλωτά! Κόκκινα σαν αίμα!

Ένιωσαν ένα παγωμένο χέρι να ανεβαίνει στον αυχένα τους κι το στομάχι τους να βράζει. Μια ακόμη καρπαζιά για τον μπεκρή τρελό-Παναγή που ποτέ δεν ξέρει τι λέει και χάχανα υστερικά από το φόβο. Μα εκείνος ήξερε πως κατά βάθος όλοι γνώριζαν το δίκιο του και δεν ξανάπε τίποτα. Απόφευγε το δρόμο για τον καφενέ του Γιώργη όπως και το τρίστρατο για το πατρικό του.

Οι μέρες περνούσαν κι οι ιστορίες κάλπαζαν από στόμα σε στόμα. Τα παιδιά κρυφάκουγαν με στόματα ορθάνοιχτα τους μεγάλους όταν τα έβαζαν να πλαγιάσουν το βράδυ, να συζητούν με πνιχτές φωνές τα βράδια για τον Γιώργη τον βρικολακιασμένο που κάνει περατζάδες στις στράτες του χωριού. Συζητούσαν μεταξύ τους στο σχολειό για τα φοβερά εκείνα πράματα και πετάγονταν ιδρωμένα κάθε φορά που η νύχτα τα έπαιρνε στους δρόμους από το παιχνίδι.

Ένα βράδυ είχε μείνει στο χωριό ο δάσκαλος για να διορθώσει κάποια γραπτά. Είχε κάτσει μέσα σε μία αίθουσα και κόντευε να τα τελειώσει. Όταν ετοιμαζόταν πια να φύγει, είδε κάποιον να στέκεται στην πόρτα της αίθουσας.

- Καλησπέρα σας!

Απόκριση δεν πήρε. Μίλησε δύο τρεις φορές ακόμη, επειδή νόμιζε ότι δεν ακούστηκε λόγω της αίθουσας που ήταν πολύ μεγάλη. Ο άνθρωπος τον πλησίασε και μόνο όταν έφτασε πολύ κοντά άσπρισε σαν σάβανο αντικρίζοντας τα γουρλωτά, κόκκινα σαν το αίμα μάτια του. Έντρομος ούρλιαξε και πετάχτηκε φωνάζοντας ακόμα από την είσοδο του σχολείου. Την επόμενη μέρα οι τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού δεν είχαν πια δάσκαλο. Τις επόμενες νύχτες τον είδαν κι άλλοι χωριανοί. Κανείς δεν κυκλοφορούσε πλέον μετά τη δύση του ηλίου. Είχαν πάψει οι επισκέψεις και οι βραδινές βεγγέρες που μικροί και μεγάλοι διασκέδαζαν, καλαμπούριζαν και γέμιζαν με γέλια και τραγούδια τις νυχτιές. Δεν πήγαινε άλλο πια! Κάποιος έπρεπε να κάνει κάτι. Κι αυτός ο κάποιος ήταν ο παπα-Μιχάλης.

Σαράντα νύχτες κράτησαν τα τρισάγια για τον εξορκισμό του νεκρού. Κανείς δεν ξαναείδε πια τον Γιώργη μετά την τεσσαρακοστή πρώτη νύχτα. Ούτε τον παπα-Μιχάλη, τον πατέρα, τον αδελφό, τον φίλο. Πέθανε αμέσως μετά από το τελευταίο τρισάγιο.



To be continued (and finished!)

Friday, November 16, 2007

Vampyres Part 1

Όλες οι ιστορίες υπάρχουν για κάποιο λόγο και γεννήθηκαν από κάποια αιτία.

"Δεν έχει σημασία ποιος τις λέει αλλά ο τρόπος που τις διηγείται." S. King.


Οι βρικόλακες, είναι αναπόσπαστο κομμάτι του λαϊκού θρύλου. Ένα κομμάτι βέβαια που έχει το δικό του μυθολογικό υπόστρωμα πίσω από τις διακριτές εκφάνσεις της παγκόσμιας μυθολογίας. Παρά τις χωρικές και χρονικές αποστάσεις που χωρίζουν τους διάφορους πολιτισμούς, οι ιστορίες που αφορούν τα βαμπίρ είναι εκπληκτικά ομοιόμορφες.

Οι θρύλοι λένε ότι επιτίθενται μόνο στους συγγενείς τους και κατά προτίμηση στους άμεσους απογόνους τους (παιδιά και εγγόνια). Το πιο πιθανό όμως για το πώς βρικολακιάζουν οι νεκροί, είναι ότι το σώμα του νεκρού καταλαμβάνεται από Δαίμονα αμέσως μετά την «αποχώρηση» της ψυχής του. Δεν πρόκειται δηλαδή για αυτόν καθ’ αυτόν τον νεκρό, αλλά για Δαίμονα-μυζητήρα. Ο μόνος τρόπος για να απελευθερωθεί το σώμα από τον Δαίμονα και να πάψει να περιφέρεται στον δικό μας κόσμο τρομοκρατώντας και φονεύοντας τους ζωντανούς, είναι να καεί το σώμα του νεκρού, να εξορκιστεί ο Δαίμονας, και να καθαγιαστεί ο τάφος. Και πάλι, οι μύθοι περί παλουκιών, αποκεφαλισμών, σκόρδων κλπ, δεν είναι τίποτε άλλο παρά… μύθοι!

Το βαμπίρ είναι το προϊόν συσσώρευσης, η συνισταμένη των σκοτεινότερων ανθρώπινων φόβων και των βαθύτερων πεποιθήσεων. Τα διαφορετικά διανύσματα που το συνθέτουν είναι ο πρωτόγονος φόβος του ανθρώπου για το θάνατο και τους νεκρούς, η αναζήτησή του για την αθανασία, η επιθυμία του να ελέγξει το περιβάλλον του, οι ανθρωπόμορφες αντιλήψεις του για τη γονιμότητα της γης και τη δημιουργία της, ο ανιμισμός του, η αντίληψή του για τον κόσμο και για τη θέση του μέσα σ' αυτόν. Όλα αυτά μαζί στο πέρασμα του χρόνου συνέκλιναν για να μας δώσουν τη σύγχρονη και σχετικά περίπλοκη εικόνα του σημερινού βαμπίρ.

Το σημαντικότερο γεγονός για το βαμπίρ είναι ότι "ζει" πέρα από το φυσικό θάνατο, και οι μύθοι οι σχετικοί με την προέλευσή του υποδεικνύουν την πολύ ισχυρή σύνδεσή του με το σύμβολο του φιδιού. Το βαμπίρ συνδέεται με τους αρχαίους μύθους της γονιμότητας, και μέσω της κυρίαρχης σχέσης που κατέχει το φίδι με τη γονιμότητα, και μέσω των ανακυκλούμενων ζωικών χαρακτηριστικών του βαμπίρ, όπως είναι ο τρόπος του ύπνου του, η επιστροφή εκ νεκρών και η ανανέωσή του μέσω της επαφής του με τη διαβίωση.

Οι δύο μύθοι που σχετίζονται με την προέλευση του βαμπίρ είναι παρόμοιοι και είναι πιθανώς, παραλλαγές στο ίδιο λαογραφικό μοτίβο. Ο πρώτος μύθος είναι η ιστορία της Λάμιας, της όμορφης βασίλισσας της Λιβύης που αγαπήθηκε από το Δία. Ένα παιδί γεννήθηκε την ένωσή τους. Η ζηλότυπη Ήρα από το θυμό της έκλεψε το νήπιο. Θρηνώντας η Λάμια αποσύρθηκε σε μια σπηλιά κοντά στη θάλασσα. Ο χρόνος πέρασε και η Λάμια, άσχημη πια, άρχισε να περιπλανιέται μέσα στη νύχτα, κλέβοντας και τρώγοντας τα νεογέννητα μωρά. Σιγά-σιγά οι προτιμήσεις της επεκτάθηκαν στην αποπλάνηση των νεαρών ανδρών, που τους σκότωνε είτε κάνοντάς τους έρωτα μέχρις ότου πέθαιναν, ή πίνοντας το αίμα τους. Το εντυπωσιακό εδώ είναι ότι παρόλο που μπορούσε να κρατήσει την όμορφη όψη της, πάντα επέστρεψε στην ασχήμια της. Σε μια από τις μορφές στην οποία μας είναι γνωστή, το χαμηλότερο μισό του σώματός της είναι ερπετοειδές και έχει φτερά. Τα σύγχρονα θηλυκά βαμπίρ υποτίθεται ότι έχουν κόκκινη τρίχα χλωμό δέρμα και τα πράσινα μάτια του φτερωτού δράκοντα.



Ο δεύτερος μύθος αφορά στη Λίλιθ, την πρώτη σύζυγο του Αδάμ στη Βίβλο. Η Λίλιθ δημιουργήθηκε ταυτόχρονα με τον Αδάμ, από τον ίδιο πηλό, και επομένως ήταν ίση του σε όλα τα πράγματα. Αρνήθηκε την υπακοή στον Αδάμ, έβγαλε φτερά και πέταξε μακριά του. Οι άγγελοι βρήκαν την κρυψώνα της και της είπαν ότι η τιμωρία της για την απομάκρυνσή της από τον Αδάμ ήταν πως θα πέθαιναν όλα τα παιδιά της. Βαθιά παραδομένη στη θλίψη, η Λίλιθ συλλογίστηκε την αυτοκτονία. Συγκινημένοι οι άγγελοι της έδωσαν πλήρη δικαιοδοσία πάνω στη ζωή των νεογνών, για την πρώτη εβδομάδα από γέννησή τους. Σε πιο πρόσφατους χρόνους συναντάμε ξόρκια που αναφέρουν τη Λίλιθ με το όνομά της, για να την κρατήσουν μακριά από τα παιδιά. Ιδιαίτερη προσοχή λαμβάνεται έτσι ώστε να αποδοθεί το μωρό στη φύλαξη των αγγέλων, έτσι ώστε να προστατευθεί από τη ζηλοτυπία και της θλίψη της Λίλιθ για τα χαμένα παιδιά της. Η Λίλιθ έγινε αργότερα η σύζυγος η υποτιθέμενη σύζυγος του Σατάν, ο οποίος περιγράφεται επίσης συχνά ως φίδι. Τα παιδιά της ένωσής τους έζησαν και έγιναν γνωστά ως δαίμονες. Να σημειώσουμε εδώ πως και η Λίλιθ επίσης παραπλανούσε τους νεαρούς άνδρες και τους σκότωνε.



Τόσο η Λάμια όσο και η Λίλιθ έχουν μια ισχυρή σχέση με το φίδι. Σε μια από τις μεταφράσεις της Βίβλου, συγκεκριμένα τη Vulgata, η μετάφραση του ονόματος Λίλιθ είναι Λάμια. Η λέξη Λίλιθ σημαίνει επίσης κουκουβάγια που βγάζει οξύ και διαπεραστικό ήχο και φάσμα ή φάντασμα. Η Λάμια και η Λίλιθ αποπλανούσαν και οι δύο τα αρσενικά θύματά τους και και τα οδηγούσαν στο θάνατο. Η Ιστάρ, η μεσοποταμιακή θεά της γονιμότητας, σκότωσε τους εραστές της με τον ίδιο τρόπο, αλλά δε δαιμονοποιήθηκε όπως οι προκάτοχοί της, γεγονός που υποδεικνύει θρησκευτικές συγκρούσεις σε πανάρχαιες εποχές για την επικράτηση του αρσενικού στοιχείου στη λατρεία και τη σταδιακή αντικατάσταση της θεάς με τις δαιμονοποιημένες όψεις της. Στην ίδια μακρινή αρχαιότητα η Λάμια και ο Λάμος ήταν παιδιά του Ποσειδώνα που λατρεύτηκαν ως θεοί. Η λατρεία τους έσβησε και υποβιβάστηκαν στη θέση δαιμόνων, όταν ήρθε ο Δίας στην εξουσία.

Ο βαμπιρισμός εμφανίστηκε στην αρχαία Ρώμη, όπου πίστευαν ότι μπορούσαν να θεραπεύσουν την επιληψία με το να δώσουν στον ασθενή να πιει το αίμα ενός σκοτωμένου μονομάχου. Ο Πλίνιος στο έργο του ,Φυσική Ιστορία, έγραψε ότι μερικοί επιληπτικοί πίστευαν ότι θα είχε καλύτερα αποτελέσματα αν πήγαιναν και έπιναν το αίμα του μονομάχου τη στιγμή που πέθαινε. Επίσης υπήρχε η πεποίθηση ότι το αίμα ενός εγκληματία παρέχει προστασία από ασθένειες και κακοτυχίες.

Ο φόβος του θανάτου και ο κάτω κόσμος

Ο δεύτερος παράγοντας που συμβάλλει στη διαμόρφωση της ιδέας του βαμπίρ είναι ο φόβος των πρωτόγονων ανθρώπων για το θάνατο και οτιδήποτε συνδέεται μαζί του. Οι πεποιθήσεις οι σχετικές με τη διάσταση του θανάτου ποικίλουν ευρέως, όπως και εκείνες που καθορίζουν τη σύνδεση ανάμεσα στους ζωντανούς και τους νεκρούς. Κοινή στις πεποιθήσεις των πρωτόγονων ευρωπαϊκών λαών είναι η απαίτηση για ταφή του σώματος. Για να περάσει η ψυχή σε οποιοδήποτε είδος αστρικού κόσμου πέρα από το θάνατο, προϋποτίθεται ο ενταφιασμός του σώματος. Το σώμα κρατά το πνεύμα στη γη. Με αυτόν τον τρόπο το πνεύμα δεσμεύεται έως ότου το υλικό σώμα καλυφθεί από τη γη και πάρει δρόμο του προς τη διάλυση. Καθολική ανάμεσα στους Σλάβους είναι η πεποίθηση ότι μετά το θάνατο η ψυχή αιωρείται στη γη, κοντά στον τάφο, κι επισκέπτεται τους τόπους που γνώριζε εν ζωή. Στο τέλος των σαράντα ημερών προσπαθεί να επανεισέλθει στο σώμα της, που αποσυντίθεται στο μεταξύ. Η ψυχή αποκρούεται από την αποσύνθεση και αφήνει τη γη για το νέο αστρικό περιβάλλον της. Το βαμπίρ, φυσικά, βρίσκει το σώμα του άφθαρτο και επανεισέρχεται, "επιστρέφοντας" κατά συνέπεια από τον κόσμο των νεκρών. Ήταν συνεπώς καθήκον οποιουδήποτε συναντούσε ένα πτώμα κατά τη μακρινή αρχαιότητα, να το θάψει, και για την ανάπαυση της ψυχής του και για την ασφάλεια των ζωντανών. Επίσης, κοινή πεποίθηση για τους Έλληνες και τους Ρωμαίους της αρχαιότητας είναι η σχέση του φιδιού με την κατάσταση του θανάτου. Το φίδι εμφανίζεται πυκνά συχνά γύρω από τα νεκροταφεία και έτσι υποτίθεται ότι είναι η ενσωμάτωση της νεκρής ψυχής. Έγινε λοιπόν στο πέρασμα των αιώνων ένα σύμβολο του τάφου. Ο ίδιος ο Ερμής, ο περαματάρης των νεκρών στον Άδη συμβολιζόταν συχνά με φίδι.

Οι αρχέγονοι λαοί δε θεώρησαν ποτέ ότι οι νεκροί διαχωρίζονται πλήρως από τους ζωντανούς. Ανάμεσα στους δύο κόσμους παρατηρείται μια έντονη αλληλεπίδραση με κοινές σφαίρες επιρροής. Γενικά θεωρούσαν πως οι νεκροί ζούσαν σε έναν κάτω κόσμο που συνδεόταν πολύ με τον τάφο. Αρχικά θεωρούσαν πως ο κάτω κόσμος ήταν το ακριβές αντίγραφο του κόσμου των ζώντων, μια πεποίθηση που ενισχύθηκε από το γεγονός ότι ο ήλιος φαινόταν να πηγαίνει στον κάτω κόσμο όταν έδυε τη νύχτα. Η είσοδος στον κάτω κόσμο, επομένως, βρισκόταν στη δύση, κοντά στο σημείο όπου ο ήλιος έμπαινε στη γη. Αργότερα δημιουργήθηκε η ιδέα του σκοτεινού και φρικτού κάτω κόσμου βάσει του τύπου του κάτω κόσμου που αφηγείται ο σουμερο-βαβυλωνιακός μύθος της Ιστάρ και της αναζήτησης του εραστή της Ταμούζ. Δεδομένης μάλιστα της αρχαιότητας του μύθου, είναι πολύ πιθανό οι ελληνικές και ρωμαϊκές απόψεις να αναπτύχθηκαν από τούτη τη μεσοποτάμια ιδέα της κόλασης. Για τους πρώτους Ρωμαίους, η ψυχή αναπαυόταν με το σώμα μέσα στον τάφο. Σκεύη της καθημερινότητας σχετικά με τη συντήρηση της ζωής τοποθετούνταν μέσα και γύρω από τον τάφο για να στηρίξουν την ψυχή στη μεταθανάτια ζωή της.

Η συνέχιση της ύπαρξης της ψυχής μετά από το θάνατο υπογραμμίστηκε λεπτομερώς. Οι Έλληνες, επίσης, πίστεψαν στην αθανασία της ψυχής. Σε μια αντίληψη της μετά θάνατον ζωής, η ψυχή κατοικούσε με το σώμα στον τάφο και διατηρούσε την ύπαρξή της εκεί. Ο τάφος περιείχε επίσης "είδωλα" τη φτερωτή μορφή του νεκρού στον οποίο άνηκε ο τάφος.

Με τον τάφο σχετιζόταν και το φίδι αντιπροσωπευτικό των συλλογικών δυνάμεων των νεκρών, των δυνάμεων της ζωής, της μετενσάρκωσης και της αθανασίας της φυλής, Μέσω αυτής της τελευταίας εικόνας ότι ο τάφος έγινε ναός του φιδιού. Μια άλλη αντίληψη για την εικόνα του κάτω κόσμου ήταν εκείνη σύμφωνα με την οποία όλες οι ψυχές συνυπήρχαν, η πιο κοινή εντύπωση της μετά θάνατον ζωής. Ο κάτω κόσμος ήταν σκοτεινός και θλιβερός και ο ήλιος ποτέ δεν έριχνε τις ακτίνες του στα δώματά του. Οι ψυχές αποκαλούνταν " σκιές" και περιγράφονταν ως αναιμικά φάσματα, χωρίς τη δύναμη της ομιλίας ή η δυνατότητα να ικανοποιούν οποιαδήποτε από τις ανθρώπινες επιθυμίες. Στην Οδύσσεια περιγράφεται πως όταν ο Οδυσσέας επισκέφτηκε τον κάτω κόσμο, έπρεπε να αίμα για τροφή στα πνεύματα, για να μπορέσουν να μιλήσουν.

Οι αρχαίοι μας πρόγονοι φοβούνταν ιδιαίτερα την επιστροφή μιας κακόβουλης ψυχής και λάμβαναν μέτρα για την ανάπαυσή της. Έτσι, η κηδεία και ο τρόπος ενταφιασμού είχαν ένα διπλό σκοπό: την προστασία των ζώντων από την περιπλάνηση των θαμμένων ψυχών και την επιβεβαίωση της ανάπαυσης των ψυχών στον κάτω κόσμο. Οι παραλλαγές που προέκυψαν στην πορεία του χρόνου, είχαν να κάνουν με τις ιδιαίτερες πτυχές αυτής πρακτικής που υπογράμμιζαν οι διαφορετικές φυλές με τα συγκεκριμένα έθιμά τους.

Προκειμένου να προστατευθούν οι ζωντανοί από τους νεκρούς, λαμβάνονταν ειδικές προφυλάξεις κατά τη διάρκεια της νεκρικής τελετής και στα μέσα του ενταφιασμού, όλες με στόχο να κρατήσουν τους νεκρούς στον τάφο. Πριν φύγει ο νεκρός από την κατοικία, οι συγγενείς περπατούσαν γύρω της τρεις φορές, μια πρακτική γνωστή ως κύκλωσις με την οποία υπενθύμιζαν στο σώμα ότι έπρεπε να παραμείνει στον τάφο. Κατά την απομάκρυνση του σώματος από την οικία λαμβανόταν ιδιαίτερη μέριμνα έτσι ώστε ο νεκρός, ακόμη και αν όλα τα άλλα αποτύγχαναν, να μην είναι σε θέση να βρεί τον τρόπο του πίσω στο σπίτι. Έβγαινε με τα πόδια μπροστά και τα μάτια δεμένα, έτσι ώστε δεν μπορούσε να "δει" πού πήγαινε. Δεδομένου επίσης ότι το βαμπίρ επέστρεφε πάντα για να επιτεθεί στους συγγενείς του πρώτα, αυτή η προφύλαξη ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Δεδομένου ότι η ψυχή μπορούσε να επιστρέψει από το ίδιο σημείο που χρησιμοποιήθηκε για την έξοδό της, συχνά το σώμα δε μεταφερόταν μέσω της πόρτας, αλλά μέσω κάποιου παραθύρου. Σε αρκετές περιπτώσεις γκρεμιζόταν ένα κομμάτι από τον τοίχο, περνούσε το σώμα και επισκευαζόταν κατόπιν. Το σκηνικό άλλαζε και το βαμπίρ δεν μπορούσε να επιστρέψει και να βλάψει την κατοικία και τους ενοίκους της.

Στον τόπο του ενταφιασμού λαμβάνονταν και άλλες προφυλάξεις. Το σώμα θαβόταν συχνά με το πρόσωπο προς τη γη για να μην μπορεί να βρει την έξοδο. Για να δεσμεύσουν το σώμα, ορισμένες πρωτόγονες φυλές της κεντρικής Ευρώπης έκοβαν τους τένοντες και τσάκιζαν τη σπονδυλική στήλη, προκειμένου να αποτρέψουν τη μετακίνηση, ενώ κάποιες άλλες προχωρούσαν σε ακρωτηριασμό του σώματος. Μόλις θαβόταν ο νεκρός, λίθοι συσσωρεύονταν πάνω από τον τάφο κι έτσι δεν μπορούσε να διαταραχθεί ο τάφος. Μερικές φορές ο ενταφιασμός γινόταν σε κάποια προσωρινή αλλαγή της κοίτης ποταμού, καθώς το νερό θεωρείται ακόμη και σήμερα αποτελεσματικός φραγμός για την περιπλάνηση οποιουδήποτε πνεύματος.

Για τους νεκρούς που αυτοκτονούσαν οι διαδικασίες ήταν διαφορετικές. Συνήθως οι αυτόχειρες θάβονταν σε σταυροδρόμια με την καρδιά τους τρυπημένη με ένα παλούκι και με τα μέλη ακρωτηριασμένα. Με αυτόν τον τρόπο οι ζωντανοί πίστευαν ότι προστατεύονταν από τους νεκρούς που αψηφούσαν τους νόμους της φύσης και έβαζαν μόνοι τους τέλος στη ζωή τους. Μια ζωή στην οποία δικαιοδοσία έχει μόνον ο θάνατος.

Υπάρχουν βέβαια και άλλοι λόγοι για τους οποίους οι ζωντανοί φοβούνταν τον νεκρό. Ένας από αυτούς είναι το τελετουργικό μίασμα εξαιτίας της φυσικής επαφής με τον νεκρό. Επιστρέφοντας λοιπόν από την επικήδεια τελετή, οι συγγενείς άδειαζαν όλα τα δοχεία που περιείχαν νερό μπροστά από την κατοικία, για να εμποδιστεί η επιστροφή του νεκρού. Επίσης, κατά τη διάρκεια του πένθους όλοι οι καθρέπτες του σπιτιού στρέφονταν προς τον τοίχο. Στους αρχαίους χρόνους το είδωλο του καθρέπτη και κάθε αντανάκλαση θεωρείτο ως ψυχή. Αν το πνεύμα του νεκρού βρισκόταν κάπου κοντά, θα μπορούσε ίσως να κλέψει την ψυχή που απεικονιζόταν στον καθρέπτη και κατόπιν ο ζωντανός θα έπρεπε να τον ακολουθήσει στον κάτω κόσμο. Ο καθρέφτης υποτίθεται ότι απεικονίζει την αλήθεια και το καλό. Συνεπώς κανένα βαμπίρ ή πνεύμα δεν μπορεί να απεικονιστεί στον καθρέφτη.

Lemuria και Ανθεστήρια

Στην αρχαίες Ελλάδα και τη Ρώμη υπήρχαν γιορτές σε καθορισμένη περίοδο του έτους, που είχαν ως κεντρικό θέμα τους την επιστροφή των νεκρών. Στη Ρώμη ήταν τα Lemuria και στην Ελλάδα, τα Ανθεστήρια. Κατά τη διάρκεια αυτών των εορτών που κρατούσαν γενικά τρεις ημέρες, τελούνταν θυσίες και οι ειδικές οικιακές τελετουργίες, όλες για το καλωσόρισμα των νεκρών. Δεδομένου ότι ο θάνατος δεν αλλάζει το χαρακτήρα που είχε κάποιος εν ζωή, οι πρόγονοί μας θεωρούσαν πως υπήρχαν αγαθοποιοί νεκροί, οι Manes και κακόβουλοι, οι Lemures, που επέστρεφαν μόνο για κακό. Οι γιορτασμοί κρατούσαν μόνο για τρεις ημέρες, εξαιτίας του κακού που θα μπορούσε να γίνει αν παρέμεναν περισσότερο οι Lemures. Κάθε οικογένεια προετοίμασε ιδιαίτερη υποδοχή της για τους προγόνους της, παρασκευάζοντας τροφή και πιοτό για να κατευναστεί η πείνα και η δίψα των φαντασμάτων. Για να προστατευτούν από τους Lemures, τοποθετούσαν ή σχεδίαζαν φυλακτήρια στις πόρτες και τα παράθυρα. Οι Αθηναίοι ιδιαίτερα έδεναν σχοινιά γύρω από τους ναούς τους για να αποτρέψουν το μίασμα των ιερών εγκαταστάσεων από τους νεκρούς. Πριν αναχωρήσουν οι νεκροί για τον κάτω κόσμο στο τέλος των εορτασμών, προσπαθούσαν να πάρουν μερικούς ζωντανούς μαζί τους. Συνεπώς, αν άκουγε κανείς το όνομά του μέσα στη νύχτα, δεν έπρεπε να απαντήσει Οι Lemures ή οι Κήρες μπορούσαν να καλέσουν μόνο μια φορά. Αν όμως απαντούσε, τότε βρισκόταν νεκρός το επόμενο πρωί. Στο τέλος της περιόδου των τριήμερων εορτασμών, κάθε ρωμαϊκή ή ελληνική οικογένεια διοργάνωνε μια τελετή εξορκισμού, για να απελευθερώσει το σπίτι από τις ψυχές των νεκρών και να εξασφαλίσει ευλογία για το επόμενο έτος. Η κεφαλή του οίκου, αφού εξαγνιζόταν, εκτελούσε την τελετή ρίχνοντας σπόρους πίσω του. Είναι πολύ περίεργο το γεγονός ότι αυτού του είδους την τελετή συναντάμε σε μακρινούς λαούς, όπως είναι οι Κινέζοι ή οι Ιάπωνες.

Οι νεκροί λοιπόν έχουν δυνάμεις και σε τούτη την αντίληψη κρύβονται και οι λαϊκές πεποιθήσεις για τις δυνάμεις των βαμπίρ. Οι νεκροί μπορούν να παράγουν καλό και κακό, γεγονός που έχει σημαντική επίπτωση σε ολόκληρη κοινότητα. Η καλοκαγαθία των νεκρών οδηγεί σε καλή συγκομιδή, αφθονία των βροχοπτώσεων, καλούς και πολλούς απογόνους και άλλες γενικότερες ευλογίες. Η μοχθηρία των νεκρών οδηγεί σε θανατικό, σε στειρότητα των γυναικών και της γης, σε φτωχή συγκομιδή, σε θύελλες, σεισμούς και έκλειψη του ήλιου και της σελήνης, με λίγα λόγια σε απορρόφηση της ζωτικής ενέργειας που οδηγεί στην ευημερία.

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που συμβάλλει στη σύγχρονη έννοια του βαμπίρ είναι η αρχέγονη ένωση του βαμπίρ με τις ιδιότητες του φιδιού ως σύμβολο γονιμότητας και αργότερα ως αντιπροσώπευση του κακού. Το φίδι φαίνεται αθάνατο επειδή αλλάζει το δέρμα του εποχιακά και φαίνεται έτσι να αναγεννιέται κάθε χρόνο, επιστρέφοντας -όπως και το βαμπίρ- εκ νεκρών. Το βαμπίρ θεωρείται όπως και το φίδι υπεύθυνο για τα μετεωρολογικά φαινόμενα. Ως κακόβουλος νεκρός και κάτοχος του κακού ματιού, το βαμπίρ θεωρείται ακόμα και σήμερα στη Ρουμανία αιτία της κακής συγκομιδής και των θυελλών. Επίσης στη Ρουμανία, το βαμπίρ θεωρείται αιτία της έκλειψης -ηλιακής ή σεληνιακής. Άλλοι λαοί, όπως οι Κινέζοι και οι Ιάπωνες θεώρησαν πως η έκλειψη προκαλείται από το φτερωτό φίδι, το δράκοντα, ο οποίος καταβροχθίζει τον ήλιο και το φεγγάρι. Εξαιτίας αυτών των συσχετισμών και της σχέσης τους με τους νεκρούς, το βαμπίρ και το φίδι θεωρήθηκαν συνώνυμα. Η γνώση των αρχαίων λαών για τα βαμπίρ είναι στενά συνδεδεμένη με τη θέση που είχε το φίδι στο λατρευτικό τους υπόβαθρο.


To be continued...