Sunday, November 25, 2007

Vampyres Part 2

Βαμπίρ στην Ελλάδα

Οι περισσότερες από τις περιγραφές επιθέσεων βαμπίρ προέρχονται από την Ελλάδα, την Κίνα και τα σλαβικά έθνη. Και αν τα σλαβικά έθνη κινούνται σε μια κοινή λίγο-πολύ μυθολογική δεξαμενή με τον ελλαδικό χώρο, η Κίνα τόσο πολιτισμικά όσο και χωρικά απέχει μακράν της βαλκανικής χερσονήσου και της βορειοδυτικής Ασίας.

Ο Μόνταγκιου Σάμμερς, ένας μωρόληπτος Ιησουΐτης μοναχός που θεωρήθηκε ως ο δεινότερος κυνηγός βρικολάκων, γράφει στο κλασσικό περί βαμπιρισμού σύγγραμμά του "Τhe vampire in Europe" (1929): "Πουθενά αλλού δεν έχει επικρατήσει στη συλλογική συνείδηση η απόλυτη πίστη στους βρικόλακες, όσο στην Ελλάδα." Η πίστη στο βρικολάκιασμα υπήρξε έντονη σ' όλα τα Βαλκάνια από το μεσαίωνα ως τις μέρες μας, με επίκεντρο μάλλον την Ρουμανία. Υπάρχουν βρικόλακες με αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά τους (σε σήψη) και άλλοι που περιγράφονται απλώς ως κομμάτι ωχροί. Στην ελληνική παράδοση είναι συνήθως κακοποιά στοιχεία, ρουφούν το αίμα των θυμάτων τους, πετροβολούν διαβάτες απόμερων εξοχικών δρόμων και γενικά επιδίδονται σε κακίες. Συχνά μιμούνται φωνές προσφιλών σου προσώπων, ειδικά όταν θέλουν να τους ανοίξεις για να μπουν στο σπίτι σου. Αυτό γιατί, σύμφωνα με τους θρύλους, ο βρικόλακας χτυπάει την πόρτα και πρέπει να του ανοίξεις εσύ, αλλιώς δε μπορεί να μπει (θέλει και πρόσκληση). Έχουν αναφερθεί πάντως και περιπτώσεις καλών βρικολάκων που βοήθησαν αναξιοπαθούντες με τις παραφυσικές τους δυνάμεις.

Σύμφωνα με την ελληνική φολκλορική παράδοση, βρικόλακας είναι αυτός ο οποίος επιστρέφει από τον κόσμο των νεκρών, με κακόβουλες συνήθως προθέσεις. Η λέξη βρικόλακας, προέρχεται από τις λέξεις "βούρκος>> και "λάκος", όπου υποδηλώνει την σήψη του σώματος. Δηλαδή, ο "βρικόλακας" έχει πιο πολλή σχέση με το γνωστό ζόμπι, παρά με το βαμπίρ. Σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, ονομάζεται και βουρκόλακας. Το βαμπίρ, προέρχεται από τη Ρώσικη λέξη "vampir", όπου "ir" είναι ρήμα και σημαίνει πίνω. Στις αρχές του 11ου αιώνα έχουμε την πρώτη γραπτή αναφορά στη λέξη <>, μια πρώιμη λέξη του vampir, για ένα Ρώσο πρίγκιπα. Upir Lichy: κακό βαμπίρ.

Υπάρχει μια πολλή πλούσια παράδοση για τα φαντάσματα-Βρικόλακες σε όλο τον κόσμο. Αυτή η παράδοση δεν αφορά τους ανθρώπους με Βαμπιρισμό, αλλά ένα άλλο είδος Βαμπίρ που δημιουργείται μετά τον φυσικό θάνατο του σώματος. Οι παραδόσεις βρίθουν και οι θρύλοι είναι πάμπολλοι για το πώς και το γιατί γίνονται Βρικόλακες μερικοί άνθρωποι μετά τον θάνατό τους. Είναι τόσες πολλές οι ελληνικές παραδόσεις και οι δοξασίες για το ποιοι άνθρωποι και για ποιούς λόγους βρικολακιάζουν όταν πεθάνουν, που αν ισχύουν όλες τους, τότε κανείς δεν είναι «υπεράνω πάσης υποψίας» .Οι αδικοσκοτωμένοι, οι ταλαιπωρημένοι, οι μαγεμένοι από κακές μάγισσες, αυτοί που αργούν να ξεψυχήσουν, όσοι δεν πρόλαβαν να εκπληρώσουν μια ιερή υπόσχεση που έδωσαν, αυτοί που για κάποιο λόγο μένουν άταφοι, τα αβάφτιστα μωρά που πέθαναν πριν προλάβουν να τα βαφτίσουν, κι αυτοί που πεθαίνουν μόνοι τους την νύχτα με πανσέληνο, όλοι αυτοί βρικολακιάζουν σύμφωνα με τις δοξασίες πολλών νησιών του Αιγαίου. Αλλά βρικολακιάζουν και όσοι έχουν την ατυχία να περάσει μια γάτα από πάνω τους μόλις ξεψυχήσουν, γι’ αυτό και οι άνθρωποι φυλούν πολύ καλά το δωμάτιο του νεκρού μέχρι να τον πάρουν για την ταφή του…Οι Βρικόλακες βγαίνουν από τους τάφους τους κάθε νύχτα, συνήθως τα μεσάνυχτα, προτιμούν όμως τις νύχτες χωρίς φεγγάρι για να μπορούν να γίνονται ένα με το σκοτάδι και να αρπάζουν τα θύματά τους. Για την μορφή και την εμφάνιση του Βρικόλακα, όλοι οι νησιώτες διαφωνούν και οι πεποιθήσεις ποικίλουν από νησί σε νησί.

Στην Άνδρο, βρικόλακες γίνονται εκείνοι που όταν πέθαιναν κάποιος τους βλαστήμησε ή τους καταράστηκε (γι αυτό και στην Ελλάδα ο ετοιμοθάνατος ζητά από όλους συγχώρεση).

Στην Σάμο εμφανίζονται από τα μεσάνυχτα μέχρι την αυγή, αλλά μπορεί να βγούν και στις 12:00 το μεσημέρι ακριβώς μόνο που δεν μπορούν να απομακρυνθούν από τον τάφο τους.

Στην Χίο πιστεύεται ότι οι βρικόλακες αποχωρούν μόνο όταν λαλήσει ο άσπρος κόκορας τρεις φορές. Είναι λευκοντυμένοι -με τα σάβανά τους- αλλά έχουν και ένα αρχηγό, που είναι τριπλάσιος σε μέγεθος και κατάμαυρος κι ολόγυρά του χοροπηδούν οι άλλοι.

Στην Αμοργό επίσης πιστεύουν ότι οι βρικόλακες εμφανίζονται και την ημέρα.

Στην Τήνο δεν βγαίνουν ποτέ την Παρασκευή και έχουν τη μορφή του νεκρού, αλλά με μακριά γένια, μακριά μαλλιά και μακριά γαμψά νύχια.

Στην Σέριφο φοβούνται να βγουν από τα μνήματά τους μόνο την Τρίτη. (εκτός αν πέφτει Τρίτη και 13, οπότε έχουν γλέντι)

Στην Κάλυμνο προτιμούν να βγαίνουν τις κρύες χειμωνιάτικες νύχτες γιατί τους αρέσει ο παγωμένος βοριάς που φυσά, καβαλούν πάνω του και ταξιδεύουν από σκεπή σε σκεπή.

Στην Σαντορίνη δεν βγαίνουν ποτέ το Σάββατο.

Στην Πρέβεζα δεν βγαίνουν ποτέ την Κυριακή.

Στην Μακεδονία βγαίνουν μόνο τις νύχτες με πανσέληνο.

Στην Μυτιλήνη πιστεύουν ότι βρικολακιάζουν όσοι έχουν κάνει μεγάλα εγκλήματα, αλλά και όσοι χτυπούν τους γονείς τους, οι τοκογλύφοι, οι μεθύστακες, αυτοί που αυτοκτονούν, όσοι έχουν αλλάξει την πίστη τους και όσοι δεν πηγαίνουν ποτέ στην εκκλησία. Έχουν πρόσωπο κατακόκκινο και πολύ άγριο, κι έχουν δόντια σαν του σκύλου ή σαν της γάτας. Πολλές φορές περπατούν με τα τέσσερα και ουρλιάζουν σαν λύκοι…

Στην Μάνη υπάρχουν δύο είδη βρικολάκων: οι "ριχτοί", αυτοί που δεν ησυχάζουν ποτέ και οι "Σαββατιανοί", αυτοί δηλαδή που βγαίνουν από το μνήμα τους μόνο το Σάββατο. Όποτε και αν βγαίνουν την νύχτα, γυρίζουν στο μνήμα τους την αυγή πριν βγει ο ήλιος και λαλήσει ο μαύρος κόκορας (γι' αυτό και στα νησιά δεν τους σφάζουν).

Στην Σκύρο και την Θράκη βρικολακιάζουν οι άταφοι και άψαλτοι.

Στην Σκόπελο δεν έχουν καθόλου σάρκες αλλά είναι σκελετοί που περπατούν.

Στην Αλόννησο έχουν σάρκες μαύρες και γυαλιστερές, που λάμπουν στο σκοτάδι.

Στο Πήλιο είναι λαμπεροί.

Στα Άγραφα είναι αόρατοι εκτός από τις νύχτες με φεγγάρι.

Στη Σαμοθράκη πιστεύουν ότι το σώμα τους είναι από φωτιά, αλλά μπορεί να είναι και σκιές ή να είναι τελείως αόρατοι.

Στις Σπέτσες, στην Ύδρα και στα Κύθηρα, είναι κακόσχημοι καμπούρηδες με κατάμαυρα χέρια και μεγάλα νύχια.


Ο θρύλος του Αιγαίου

Σε κάποιο χωριό του βόρειου Αιγαίου& 50 χρόνια πριν, την εποχή που κυριαρχούσε ο τρόμος, η προδοσία, η πείνα. Η αρχή της εξέγερσης ενάντια σε εκείνους που θέλησαν να κατακτήσουν ό,τι ποτέ δεν ήταν δικό τους. Η εποχή των Ανταρτών, των ηρώων, των κλεφτών, όπως τους αποκαλούσαν εκείνοι που απειλούνταν από τις επιθέσεις τους.
Σ' εκείνο το χωριό, υπήρχε ένας άνδρας, ας πούμε ότι εκείνον τον άνδρα τον έλεγαν Γιώργο. Ο Γιώργος είχε στο κέντρο του χωριού ένα καφενέ. Κανένας δεν τον εμπιστευόταν γιατί όταν έπεφτε η νύχτα φορούσε την μαύρη κουκούλα του ρουφιάνου και την επόμενη μέρα οικογένειες θρηνούσαν, ενώ οι φυλακές γέμιζαν από δήθεν κομουνιστές. Όμως όλοι πήγαιναν στο καφενείο του από φόβο, μήπως και ήθελε να τους εκδικηθεί, όπως και το έκανε, αν δεν πήγαιναν στο δικό του μαγαζί.
Το μόνο καλό του, ήταν ότι κάποιες στιγμές το σούρουπο έπαιρνε το κλαρίνο του κι έπαιζε δικούς του σκοπούς, τόσο όμορφα που όταν τον άκουγαν οι συγχωριανοί του ξεχνούσαν τις αδικίες που έκανε και το κρυφό τους μίσος.

Μια μέρα, οι χωροφύλακες έφεραν στο χωριό ένα φορτηγό που στην καρότσα του ήταν στοιβαγμένοι σαν ζώα Αντάρτες που τους είχαν πιάσει να πολεμούν στα βουνά. Κι ανάμεσά τους ένας καλόγερος, με γόνατο τσακισμένο από τα πολλά χτυπήματα, που ακόμα κι έτσι βάσταγε την παλικαρίσια όψη του για να μην δώσει χαρά σε αυτούς που τον έπιασαν. Τους 'φεραν στο χωριό για παραδειγματισμό. Για να μην τολμήσει κανείς άλλος να φύγει για τα βουνά και να πολεμήσει. Μαζεύτηκε το χωριό ολάκερο κι όλοι κοιτούσαν μουδιασμένοι τους Αντάρτες, τους ήρωες, τους κλέφτες& μα πιότερο κοιτούσαν τον καλόγερο με το χαλασμένο πόδι. Κι ο Γιώργος τον πλησίασε και τον κοίταξε με μίσος. Τον έφτυσε κι άρχισε, χωρίς λόγο, το πόδι το χαλασμένο με λύσσα να κλωτσάει.

Ο καλόγερος διπλώθηκε και οι σπαραγμοί του ακούγονταν σαν ζώου που σφαδάζει, εκείνος όμως συνέχισε κι όλοι έβλεπαν την ευχαρίστηση του Γιώργου σε κάθε κλωτσιά και χτύπημα. Άλλος λόγος δεν βγήκε από το στόμα του καλόγερου παρά μονάχα μια κατάρα:

- Καταραμένος να 'σαι! Στους δρόμους να περπατάς και μετά τον θάνατο.

Ο χωροφύλακας πυροβόλησε τον καλόγερο στο κεφάλι. Κι όλοι ανατρίχιασαν γιατί ήξεραν τις ιστορίες για τους βρικολακιασμένους που βρίσκονταν στο Ενετικό και κανένας ψαράς δεν πλησίαζε εκείνο το νησί, ακόμη και στη πιο φοβερή φουρτούνα, επειδή οι πεθαμένοι ακόμα εκεί περπατούν αλλά φοβούνται τα νερά και από 'κεί δεν μπορούν να φύγουν.
Ένα δύο χρόνια πέρασαν. Αλλά τίποτα στο χωριό δεν είχε αλλάξει. Είχε πια αποκτήσει αποθήκες με τρόφιμα και το μίσος των συγχωριανών του πλέον δεν μπορούσε να περιγραφτεί. Πωλούσε τα πάντα στη πενταπλάσια τιμή και κανείς δεν μπορούσε να πει τίποτα, γιατί όταν η φαμίλια σου πεινάει δεν χωράνε πολλές κουβέντες κι εκείνος δεν ήταν για πολλά παζάρια.

Ο ιερέας του χωριού, ας πούμε ότι τον έλεγαν παπα-Μιχάλη, ακόμα και σήμερα όσοι από τους παλιούς ζούνε ακόμη και τον θυμούνται, μιλούν για έναν άνθρωπο γεμάτο καλοσύνη. Για τον αφανή ήρωα που πάντα με διακριτικότητα έτρεχε να συμπαρασταθεί σε όσους ήξερε ότι είχαν ανάγκη. Κι όσα χρήματα έπαιρνε από τον μισθό του, παρόλο που κι ο ίδιος είχε οικογένεια, έπαιρνε τρόφιμα και τα άφηνε σε αυτούς που δεν είχαν τίποτα. Ήταν πρώτα πατέρας, φίλος, αδελφός κι μετά ιερέας.

Ένα μεσημέρι είχε πάρει λίγο στάρι να αλέσει από αυτό που θέριζε μόνος του από τα λιγοστά χωράφια του. Ο Γιώργος τον κατηγόρησε ότι το είχε κλέψει από τη δική του αποθήκη. Πάνω στη λογομαχία που είχαν ο Γιώργος έσπρωξε τον παπα-Μιχάλη κι εκείνος εκτός εαυτού τον καταράστηκε.

Την ίδια χρονιά ο Γιώργος χτύπησε σε σκουριασμένο καρφί το χέρι του και από το κτύπημα είχε σχεδόν χάσει τα λογικά του. Επιτιθόταν σε όσους αγαπούσε περισσότερο, στην γυναίκα και στο μικρό γιο του. Όλοι παρακαλούσαν τον θάνατο να έρθει να απαλλάξει κι εκείνον και την οικογένεια του. Μέσα στην ίδια χρονιά πέθανε.
Δεν είχαν περάσει τρία μερόνυχτα από την ταφή του κι άρχισαν οι πρώτοι διστακτικοί ψίθυροι. Πρώτα από τον αλαφροΐσκιωτο του χωριού. Όλοι το γύρισαν στο καλαμπούρι.

- Βρικόλακες; Τι λες, βρε χαϊβάνι, Παναγή; Δεν υπάρχουν πια τέτοια πλάσματα!
- Μα αφού τον είδα σας λέω! Στο σταυρό που σας κάνω! Καθότανε όπως πάντοτε, εκεί να πέρα, όξω από τον καφενέ του. Ίδιος κι απαράλλακτος με το φέσι του. Μα τα μάτια του& Παναγιά μου, τα μάτια του! Γουρλωτά! Κόκκινα σαν αίμα!

Ένιωσαν ένα παγωμένο χέρι να ανεβαίνει στον αυχένα τους κι το στομάχι τους να βράζει. Μια ακόμη καρπαζιά για τον μπεκρή τρελό-Παναγή που ποτέ δεν ξέρει τι λέει και χάχανα υστερικά από το φόβο. Μα εκείνος ήξερε πως κατά βάθος όλοι γνώριζαν το δίκιο του και δεν ξανάπε τίποτα. Απόφευγε το δρόμο για τον καφενέ του Γιώργη όπως και το τρίστρατο για το πατρικό του.

Οι μέρες περνούσαν κι οι ιστορίες κάλπαζαν από στόμα σε στόμα. Τα παιδιά κρυφάκουγαν με στόματα ορθάνοιχτα τους μεγάλους όταν τα έβαζαν να πλαγιάσουν το βράδυ, να συζητούν με πνιχτές φωνές τα βράδια για τον Γιώργη τον βρικολακιασμένο που κάνει περατζάδες στις στράτες του χωριού. Συζητούσαν μεταξύ τους στο σχολειό για τα φοβερά εκείνα πράματα και πετάγονταν ιδρωμένα κάθε φορά που η νύχτα τα έπαιρνε στους δρόμους από το παιχνίδι.

Ένα βράδυ είχε μείνει στο χωριό ο δάσκαλος για να διορθώσει κάποια γραπτά. Είχε κάτσει μέσα σε μία αίθουσα και κόντευε να τα τελειώσει. Όταν ετοιμαζόταν πια να φύγει, είδε κάποιον να στέκεται στην πόρτα της αίθουσας.

- Καλησπέρα σας!

Απόκριση δεν πήρε. Μίλησε δύο τρεις φορές ακόμη, επειδή νόμιζε ότι δεν ακούστηκε λόγω της αίθουσας που ήταν πολύ μεγάλη. Ο άνθρωπος τον πλησίασε και μόνο όταν έφτασε πολύ κοντά άσπρισε σαν σάβανο αντικρίζοντας τα γουρλωτά, κόκκινα σαν το αίμα μάτια του. Έντρομος ούρλιαξε και πετάχτηκε φωνάζοντας ακόμα από την είσοδο του σχολείου. Την επόμενη μέρα οι τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού δεν είχαν πια δάσκαλο. Τις επόμενες νύχτες τον είδαν κι άλλοι χωριανοί. Κανείς δεν κυκλοφορούσε πλέον μετά τη δύση του ηλίου. Είχαν πάψει οι επισκέψεις και οι βραδινές βεγγέρες που μικροί και μεγάλοι διασκέδαζαν, καλαμπούριζαν και γέμιζαν με γέλια και τραγούδια τις νυχτιές. Δεν πήγαινε άλλο πια! Κάποιος έπρεπε να κάνει κάτι. Κι αυτός ο κάποιος ήταν ο παπα-Μιχάλης.

Σαράντα νύχτες κράτησαν τα τρισάγια για τον εξορκισμό του νεκρού. Κανείς δεν ξαναείδε πια τον Γιώργη μετά την τεσσαρακοστή πρώτη νύχτα. Ούτε τον παπα-Μιχάλη, τον πατέρα, τον αδελφό, τον φίλο. Πέθανε αμέσως μετά από το τελευταίο τρισάγιο.



To be continued (and finished!)

8 comments:

Кроткая said...

μαμά μου!

Anonymous said...

πολύ καλή δουλειά, περιεκτικότατο! πρόταση: τα βιβλία της Anne Rice, ειδικά τα vampire chronicles για τους φαν του vampire fiction (αν δεν τα έχετε ήδη ανακαλύψει) περιμένουμε την συνέχεια!

Αλεπού said...

σκιάχτηκα!

Goudaki! said...

@Krot ΜΟΥ? Φοβήθηκες;
@Ανώνυμε ευχαριστώ!
@Αλεπού μα γιατί καλέ;;; Χεχε!

Кроткая said...

εμ, είναι να μην φοβάσαι;

o said...

όμορφό μου,

το βιβλίο που αναφέρεις είναι από τον Γαβριηλίδη;;;;


επίσης

Σμουτςςςςςςς

:))))))

Goudaki! said...

@ Krot MOY υπομονή τότε...σε λίγο τελειώνει!!!

@ Ελένη θα σου πω από κοντά!!! (απειλή!)

Heliotypon said...

Λαογραφικό ντοκουμέντο είναι αυτό. Μπράβα!